- ατυράννευτος
- ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, -ον (Α)αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτυράννευτος — not ruled by tyrants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυράννευτον — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem acc sg ἀτυράννευτος not ruled by tyrants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυραννεύτου — ἀτυράννευτος not ruled by tyrants masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνομούμαι — (Α εὐνομοῡμαι, έομαι το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῡσα) [εύνομος Ι] έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ. β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε… … Dictionary of Greek